- ἰνῶδες
- ἰ̱νῶδες , ἰνώδηςfibrousmasc/fem voc sgἰ̱νῶδες , ἰνώδηςfibrousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ινωδογόνο — Πρωτεΐνη που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος, ανήκει στην ομάδα των σφαιρινών και συντελεί στην πήξη του αίματος. Επίσης, το ι. περιέχεται και σε μεγάλο αριθμό υγρών του σώματος, όπως για παράδειγμα η λέμφος. Έχει μοριακό βάρος περίπου 350.000… … Dictionary of Greek
INA — tenuissima chartae pars Festo; Plin. l. 13. c. 12. vero, ubi de chartae vitiis, ina e iunco papyri bibulo, filamentum est s. sibra iunci papyri, quae τῶ χαρτοποιῶν incuriâ, aut etiam fraude, mediis chartae glutinamentis inserta deprehendebatur,… … Hofmann J. Lexicon universale
γλωχίν — και γλωχίς ( ίνος), η (Α γλωχίν και γλωχίς, ῑνος) [γλωξ] 1. αιχμημό άκρο, μύτη 2. το τριγωνικό άκρο τού λουριού τής σέλας ή τού σαμαριού νεοελλ. τρίγωνο ινώδες πέταλο (στις βαλβίδες τής καρδιάς)·|| αρχ. 1. αιχμή βέλους 2. πυθαγόρεια ονομασία… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… … Dictionary of Greek
ζίβα — και τζίβα και τσίβα, η 1. ινώδες χόρτο για γέμισμα στρωμάτων 2. σχοινί από τζίβα που χρησιμοποιείται κυρίως στα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
θρομβίνη — Ένζυμο που ανήκει στην κατηγορία των πρωτεασών και αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα πήξης του αίματος. H θ. σχηματίζεται από την ανενεργή προθρομβίνη του ήπατος, που ενεργοποιείται με τη συνδυασμένη ενέργεια της θρομβοκινάσης του αίματος, του … Dictionary of Greek
ινωδολυτικός — ή, ό ιατρ. όρος που αναφέρεται σε κάθε ουσία ικανή να διαλύσει τους θρόμβους τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibrinolytique < fibrine «ινώδες» + lytique (πρβλ. λυτικός < λύνω)] … Dictionary of Greek
ινωδόλυση — η ιατρ. εξεργασία που οδηγεί, φυσιολογικά ή παθολογικά, στην καταστροφή τού θρόμβου τού ινώδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibrinolyse < fibrine «ινώδες» + lyse (πρβλ. λύση)] … Dictionary of Greek
ινώδης — ες (Α ἰνώδης, ῶδες) αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη συνένωση ινών («ινώδης ιστός») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ινώδες δυσδιάλυτη πρωτεΐνη που προκύπτει από το ινωδογόνο* κατά τη διάρκεια τού σχηματισμού του, όταν πήζει… … Dictionary of Greek